αετομάχος

αετομάχος
(lanius).Ονομασία γένους στρουθιομόρφων πουλιών της οικογένειας των λανιιδών. Ζουν στις εύκρατες περιοχές όλου του πλανήτη, εκτός από τη Νότια Αμερική. Βρίσκονται επίσης και σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Έχουν κυρτό και πολύ ισχυρό ράμφος, γαμψά νύχια και κοντές φτερούγες. Το χρώμα τους είναι γκρίζο προς το επάνω μέρος του σώματος και λευκό προς το κάτω. Χτίζουν τις φωλιές τους στα χωράφια και στα δάση, επάνω σε δέντρα ή και σε θάμνους. Είναι αρπακτικά πουλιά που ζουν κυνηγώντας έντομα, σαύρες, βατράχια και μικρότερα πουλιά, τα οποία και καταπίνουν, ξεσχίζοντάς τα. Είναι επίσης ωδικά πουλιά, τις περισσότερες φορές όμως μιμούνται τις φωνές άλλων πουλιών. Το θηλυκό γεννά στα μέσα της άνοιξης 5-7 αβγά, που τα κλωσσούν και οι δύο γονείς. Πολύ γνωστό είδος α. είναι ο νυχτοφύλακας που ονομάζεται και λιάρος κεφαλάς και διπλοκεφαλάς και ζει κυρίως στην Πελοπόννησο και τα νησιά του Αιγαίου. Γνωστό είδος είναι και ο α. ο μικρός. Οι αετομάχοι, όταν χορτάσουν, φυλάνε τα κατάλοιπα των θυμάτων τους για ώρα ανάγκης.
* * *
ο Ζωολ.
κοινή ονομασία τού είδους Lanius collurio, τού πιο συνηθισμένου κεφαλά που βρίσκεται στην Ευρώπη, τη Δυτική Ασία και ιδιαίτερα στην Ελλάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αετός + -μάχος < μάχομαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αετομάχος — ο το πουλί κεφαλάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λάνιος — (Lanius). Γένος στρουθιομόρφων πτηνών της οικογένειας των λανιδών. Είναι γνωστά με την κοινή ονομασία αετομάχοι. Βλ. λ. αετομάχος. * * * ο το πτηνό αετομάχος …   Dictionary of Greek

  • αετομαχοπούλα — και αϊτομαχοπούλα, η [αετομάχος] πτηνό που έχει το χρώμα τού αετομάχου, αλλά όχι και το ράμφος του …   Dictionary of Greek

  • αετός — Ονομασία πολλών ημερόβιων αρπακτικών πτηνών, που έχουν προικιστεί με οξύτατη όραση και με κυρτό και γαμψό στην άκρη ράμφος. Τα πόδια του α. έχουν τέσσερα δάχτυλα, τρία μπροστά και ένα πίσω, με νύχια αγκιστροειδή, με τα οποία αρπάζει και… …   Dictionary of Greek

  • ακριδομάχος — ο κοινή ονομασία του πτηνού αετομάχος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρίδα + μάχος < μάχομαι] …   Dictionary of Greek

  • ατόμαχος — ο κοινή ονομασία του πτηνού αετομάχος …   Dictionary of Greek

  • δάγκος — ο κοινή ονομασία τού πτηνού αετομάχος ο μικρός (αλλιώς: κεφαλάς) …   Dictionary of Greek

  • διπλοκεφαλάς — ο ονομασία τού πτηνού αετομάχος …   Dictionary of Greek

  • μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε …   Dictionary of Greek

  • μαλακοκρανεύς — μαλακοκρανεύς, έως, ὁ (Α) το πτηνό αετομάχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + κρανεύς < κράνος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”